- αναπληστικός
- ἀναπληστικός, -ή, -όν (Α) [ἀναπίμπλημι]1. ο κατάλληλος για αναπλήρωση, συμπληρωματικός2. αυτός που παίρνει το σχήμα τού δοχείου που γεμίζει, υγρός, ρευστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπληστικά — ἀναπληστικός fit for filling up neut nom/voc/acc pl ἀναπληστικά̱ , ἀναπληστικός fit for filling up fem nom/voc/acc dual ἀναπληστικά̱ , ἀναπληστικός fit for filling up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληστικώτερον — ἀναπληστικός fit for filling up adverbial comp ἀναπληστικός fit for filling up masc acc comp sg ἀναπληστικός fit for filling up neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληστικῶν — ἀναπληστικός fit for filling up fem gen pl ἀναπληστικός fit for filling up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληστικόν — ἀναπληστικός fit for filling up masc acc sg ἀναπληστικός fit for filling up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)